Οι Κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα και η διαφορά με άλλες χώρες

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης δικηγόρος- Συνταγματολόγος- συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα-νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα- νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος- ΔΣ ιδρύματος Μπότσαρη- ΔΣ πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων.                                                                                                                                                              

Η εύρεση κοινών τόπων μεταξύ κομμάτων διαφορετικών ιδεολογικών αντιλήψεων–και δη επί του πρακτέου– αποτελεί δύσκολη υπόθεση. Γι’ αυτό και τα ευρωπαϊκά κόμματα, που πρόκειται να συνεργαστούν, διαπραγματεύονται επί μήνες, με ταυτόχρονη απρόσκοπτη λειτουργία της ανεξάρτητης δημόσιας διοίκησης.    

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας στην Ελλάδα, είναι προσωρινές,  προϊόν παζαριού κυρίως για καρέκλες- αξιώματα,  με κατά δήλωση  συνεργατικές αντιλήψεις.  Συνήθως δεν υπάρχει πολιτικός πολιτισμός στο πολιτικό  προσωπικό. Δεν υπάρχουν καν ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους. Αντίθετα, φαίνεται να υπάρχει προσωπικό μένος και μίσος που καθιστά υποκριτικό να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συμφωνήσουν πώς θα μας κυβερνήσουν από κοινού.        

Σε όλες τις περιπτώσεις, αποδεικνύεται ότι το κόμμα που συμμετέχει ως συμπλήρωμα σε κυβέρνηση συνεργασίας, μειώνει δραματικά τα εκλογικά του ποσοστά (λαμβάνει σημαντικά λιγότερες ψήφους στις επόμενες εθνικές εκλογές) και τα στελέχη του, απολογουνται για τις ελάχιστες θέσεις που κατείχαν στην κυβέρνηση συνεργασίας.  Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της σημαντικής μείωσης των εκλογικών ποσοστών των κομμάτων ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ, μετά από κυβερνητική συνεργασία.    

Το ΠΑΣΟΚ αποδεδειγμένα υπέστη σημαντική ζημία στα εκλογικά του ποσοστά,  όταν συμμετείχε σε κυβέρνηση συνεργασίας ως συμπλήρωμα και η συμμετοχή στην κυβέρνηση ως συμπλήρωμα , ακυρώνει κάθε μελλοντική προοπτική να καταστεί ξανά κόμμα εξουσίας.                                                                                    

Γιατί η χώρα μας, δεν συγκρίνεται με τις χώρες όπου έχουν καθιερωθεί οι κυβερνήσεις συνεργασίας:                 

– Η γεωγραφική και ιστορική θέση της Ελλάδος, δεν συγκρίνεται με την θέση των ευρωπαϊκών χωρών . Οι κίνδυνοι που διατρέχει η χώρα μας, από γειτονική χώρα, αποτελεί εξαίρεση και όχι τον κανόνα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.   Η συντριπτική πλειονότητα των κρατών που έχουν κυβερνήσεις συνεργασίας, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα με γειτονικές τους χώρες και δεν χρειάζονται ιδιαίτερη φύλαξη στα σύνορα τους. Η δημόσια διοίκηση τους, είναι ανεξάρτητη από την κυβέρνηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι τους, αξιολογούνται συνεχώς, χωρίς να ισχύει η μονιμότητα.                                                                                                          

– Στην χώρα μας, δεν υφίσταται παράδοση σε κυβερνήσεις συνεργασίας, αντίληψη και παρελθόν σε συναινέσεις.

-Οι πολίτες της χώρας μας, δεν  επικεντρώνονται στις ιδέες, τις θέσεις, τα κόμματα , αλλά στα πρόσωπα και προσωποποιούν την πολιτική στους κομματικούς ηγέτες (πχ σημειολογικά, λένε Μητσοτάκης, Τσίπρας και όχι ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ).                                                                                                                                                                                      

-Στην χώρα μας, έχει αποδειχθεί ότι  το κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα από την κυβέρνηση και η δημόσια διοίκηση στα διαστήματα μέχρι να συμφωνηθούν οι συνεργασίες ή στα διαστήματα συχνών εκλογών, θα υπολειτουργεί. Σε ευρωπαϊκές χώρες,  η πτώση των κυβερνήσεων συνεργασίας, δεν είναι σπάνια (πχ Γερμανία τρείς μήνες κάθε φορά, Βέλγιο 541 μέρες το 2011, Ολλανδία 300 μέρες το 2021), αλλά η δημόσια διοίκηση εκεί λειτουργεί ανεξάρτητα. 

-Στην χώρα μας, δεν υπάρχουν προγραμματικές συγκλίσεις και συμφωνίες μεταξύ κομμάτων που θα συνεργαστούν.

 -Τις τελευταίες δεκαετίες,  η χώρα μας, δεν βρίσκεται σε μία φυσιολογική περίοδο  με απουσία κρίσεων, είτε εσωτερικών (πχ η πτώχευση) είτε εξωτερικών (πχ πολεμική ή κάποια άλλη απειλή) και καθίσταται αναγκαία η σταθεροποίηση μετά από πολιτική ή οικονομική ή άλλη κρίση.

-Στην χώρα μας, υπάρχει διαχρονική πολιτική πόλωση και το γενικό κλίμα που επικρατεί, δεν είναι ήπιο και συναινετικό, με επιχειρήματα , αλλά  διχαστικό και μισαλλόδοξο.

-Δεν υπάρχει συμφωνία κομμάτων σε πολύ βασικά ζητήματα όπως  ο προσανατολισμός της χώρας, η εξωτερική πολιτική, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού (πχ. φράκτης στον Έβρο κλπ).                                     Μία πιθανή εξήγηση για την τάση των μεσογειακών κρατών να στηρίζουν μονοκομματικές κυβερνήσεις, θα μπορούσε να ονομαστεί η επιθυμία για ισχυρές κυβερνήσεις και το ιστορικό των στρατιωτικών δικτατοριών. Στη νότια Ευρώπη υπήρχε μια λογική ισχυρών κυβερνήσεων μετά από στρατιωτικές δικτατορίες, άρα η λογική εδώ είναι να ενισχύσουμε την κοινοβουλευτική στήριξη και την κυριαρχία του κόμματος το οποίο εκλέγεται δημοκρατικά, ώστε μέσα από αυτό να εμπεδωθεί η δημοκρατία ως κοινοβουλευτική δημοκρατία.                                                                                                  

Αυτό που μας διαφοροποιεί στην Ελλάδα είναι ο τρόπος λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Στο Βέλγιο, στη Σουηδία, στη Φινλανδία, για παράδειγμα, υπάρχει συνέχεια του κράτους. Το πολιτικό σύστημα είναι κρίσιμος παράγοντας, ωστόσο η δημόσια διοίκηση λειτουργεί απρόσκοπτα και ανεξάρτητα. Και η Ισπανία απέδειξε κάτι τέτοιο – αν και χαρακτηρίζεται από κουλτούρα διάλυσης κυβερνήσεων, απέδειξε ότι το κράτος έχει συνέχεια   .                                                                          

– Κατά πολλούς, η  μετεκλογική    συνεργασία  περισσότερων κομμάτων, έρχεται σε αντίθεση με την λαϊκή βούληση, διότι ο κόσμος ψηφίζει το κάθε κόμμα με βάση το προεκλογικό του πρόγραμμα και το πρόγραμμα αυτό τροποποιείται μετεκλογικά, με σκοπό την κυβερνητική συνεργασία, χωρίς λαϊκή συναίνεση.                                                                                                            

– Η Ελλάδα δαπανά πολλά χρήματα για εξοπλισμούς και αμυντικά συστήματα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που δεν διατρέχουν κινδύνους από γείτονες.                                                                                                                                              

Το ερώτημα είναι, πόσο χρόνο θα μπορούσε να αντέξει μια τέτοια κυβέρνηση συνεργασίας και πώς θα μπορούσε να πληρώσει η χώρα μια παρατεταμένη πολιτική αστάθεια αν αποτύχει το πείραμα.                                                                                                                                                                            

Η διχόνοια, διαχρονική πληγή του ελληνισμού:                                                                                                

Η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, η φυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο εμφύλιος και άλλα…       

Οι ανταγωνισμοί εκδηλώθηκαν από τα πρώτα χρόνια και συνεχίστηκαν μέχρι τον Εμφύλιο, τη Δικτατορία αλλά και την εισβολή στην Κύπρο. Στην Επανάσταση είχαμε Κοτζαμπάσηδες εναντίον Αρματολών, Μοραΐτες κατά Ρουμελιωτών και αργότερα Αυτόχθονες εναντίον Ετερόχθονων. Συνεχίστηκαν δε με διάφορες μορφές, όπως των παραδοσιακών πολιτικών κατά των οπαδών του εξευρωπαϊσμού. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος των πρώτων ο Κωλέττης κι αργότερα ο Δηλιγιάννης, εκπρόσωπος των δεύτερων ο Μαυροκορδάτος και αργότερα ο Τρικούπης. Αυτά έως ότου φτάσουμε στον Εθνικό Διχασμό με τον Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο. Μια σύγκρουση που αφορά κατ’ εξοχήν την εθνική ολοκλήρωση, καθώς είχαμε δύο ριζικά διαφορετικές στρατηγικές για την πορεία της χώρας, τις συμμαχίες, τη σχέση με τους αλύτρωτους Έλληνες και τις κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες στηρίζονταν.                                                                                                      

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας του παρελθόντος:

Εννιά κυβερνήσεις συνεργασίας καταγράφονται στην μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Οι τρεις από αυτές στα χρόνια της μνημονιακής κυριαρχίας: Στα τέλη του 2011 έως την άνοιξη του 2012, υπό τον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, Λουκά Παπαδήμο. Ήταν κυβέρνηση «ευρύτερης συνεργασίας» ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ (το τελευταίο αποχώρησε στις 10 Φεβρουαρίου 2012, αρνούμενο να υποστηρίξει την υπογραφή του β΄ μνημονίου ). Η δεύτερη κυβέρνηση συνεργασίας των μνημονίων συγκροτήθηκε το 2012, όταν μετά από δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ (η ΔΗΜΑΡ μέχρι 21 Ιουνίου 2013) κυβέρνησαν ως τον Ιανουάριο του 2015, δίνοντας τη σκυτάλη στην -τρίτη- συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.   

Οι  έξι συγκυβερνήσεις προ μνημονίων:

– Η πρώτη ήταν η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου, αμέσως με την Κατοχή (18 Οκτωβρίου 1944 – 3 Ιανουαρίου 1945) . Μεταξύ άλλων, συμμετείχαν οι: Αλέξανδρος Σβώλος, Ηλίας Τσιριμώκος, Στέφανος Στεφανόπουλος και Θεμιστοκλής Τσάτσος. Περίπου δύο μήνες μετά την ορκωμοσία της, ξέσπασαν τα «Δεκεμβριανά».

– Κυβέρνηση Δημητρίου Μαξίμου (24 Ιανουαρίου 1947 – 29 Αυγούστου 1947). Ο διατελέσας κατά το παρελθόν διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Δημήτριος Μάξιμος (στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκε το “φερώνυμο” σημερινό κυβερνητικό Μέγαρο) ορίσθηκε εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός κυβέρνησης συνασπισμού, που συγκροτήθηκε απ’ όλα τα κόμματα της Βουλής με σκοπό την αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής απειλής». Εξαιτίας της πολυκομματικής στήριξης, στην ιστορία έμεινε γνωστή ως «Επτακέφαλος Κυβέρνησις». Μεταξύ άλλων συμμετείχαν οι Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, Σοφοκλής Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Ναπολέων Ζέρβας. Στη διάρκεια της επτάμηνης θητείας της, η Βρετανία ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων της από την Ελλάδα και ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν το περίφημο δόγμα του, με το οποίο εγκαινιάστηκε η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου.

– Κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (22 Δεκεμβρίου 1966 – 3 Απριλίου 1967). Κατόπιν συμφωνίας των ηγετών της Ένωσης Κέντρου Γεωργίου Παπανδρέου και της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Στις 3 Απριλίου, η ΕΡΕ ήρε την εμπιστοσύνη της και ο βασιλιάς ανέθεσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος έμεινε 18 ημέρες στην εξουσία, από την οποία τον ανέτρεψαν οι πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου.

-Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας Κωνσταντίνου Καραμανλή (24 Ιουλίου 1974 – 21 Νοεμβρίου 1974). Σχηματίστηκε μετά την πτώση της δικτατορίας υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, οι Ξενοφών Ζολώτας, Γεώργιος Μαύρος, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γεώργιος Ράλλης και Κωνσταντίνος Τσάτσος. Στο διάστημα της τετράμηνης θητείας της σημειώθηκε η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ο βίος της ολοκληρώθηκε με τη διενέργεια των εκλογών από τις οποίες αναδείχθηκε η πρώτη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο της μεταπολίτευσης.

– Κυβέρνηση, υπό τον Τζανή Τζανετάκη (2 Ιουλίου 1989 – 11 Οκτωβρίου 1989). Σχηματίστηκε μετά τις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989, από τις οποίες δεν προέκυψε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αρχιτέκτονες του συνασπισμού ήταν ο τότε πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και οι ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος. Η κυβέρνηση Τζανετάκη συγκροτήθηκε με σύνθημα την «κάθαρση».             

Οικουμενική κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα (23 Νοεμβρίου 1989 – 11 Απριλίου 1990). Προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989, κατά τις οποίες η ΝΔ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα, αλλά χωρίς αυτοδυναμία. Συμμετείχαν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο -τότε- ενιαίος Συνασπισμός και διέθετε πλειοψηφία 297 εδρών στη Βουλή, πλην δεν υπήρξε προκοπή.

Ο Λουκάς Παπαδήμος ήταν, ο δεύτερος πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, που ηγήθηκε κυβέρνησης συνεργασίας, μετά τον Ζολώτα το 1989. Ο Αλέξανδρος Διομήδης, ανέλαβε για έξι μήνες τα ηνία της κυβέρνησης Σοφούλη μετά τον θάνατο του τελευταίου τον Ιούνιο του 1949.

Τραπεζίτες, αλλά στη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν ο Δημήτριος Μάξιμος και ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος (υποδιοικητής).    

 — Που πάνε τα λευκά ψηφοδέλτια:                                                                                              

Τόσο τα λευκά ψηφοδέλτια στα οποία γίνεται σαφής αναφορά στο Νόμο όσο και τα άκυρα ψηφοδέλτια “δεν πάνε πουθενά”, δεν τα παίρνει κανένα πολιτικό κόμμα. 

Τα ποσοστά των πολιτικών κομμάτων υπολογίζονται επί των εγκύρων ψηφοδελτίων και όχι του συνόλου των ψηφοδελτίων (έγκυρα, λευκά, άκυρα).              

Σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 98 του ΠΔ 26/2012, τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται στα έγκυρα.                      

Η λευκή ψήφος ουσιαστικά ισοδυναμεί με το άκυρο ψηφοδέλτιο, αλλά υπολογίζεται ως συμμετοχή στην συγκεκριμένη εκλογική διαδικασία.                

Η  λευκή ψήφος δεν μπορεί να μεταβάλει ούτε τον αριθμό των βουλευτών (περιορίζοντας τους) ούτε τον αριθμό των εδρών (λχ. αδιάθετες έδρες: διατήρηση κενών εδρών αντίστοιχων προς το ποσοστό των λευκών ψήφων). Συνεπώς, το ζήτημα της λευκής ψήφου είναι ένα κατεξοχήν πρακτικό ζήτημα, με έμμεσες έννομες συνέπειες, μιας και ο συνυπολογισμός τους ή μη στις έγκυρες συμβάλλει στην εξεύρεση του εκλογικού μέτρου, το οποίο με τη σειρά του διευκολύνει ή δυσχεραίνει τον σχηματισμό (αυτοδύναμης) κυβέρνησης, την δημιουργία πολυκομματικής ή ολιγοκομματικής Βουλής, την κατανομή των εδρών με στρεβλωτικό ή αναλογικό αποτέλεσμα.                                          

Γενικά, το ποσοστό των κομμάτων υπολογίζεται επί του συνόλου των έγκυρων ψήφων. Σήμερα, τα λευκά ψηφοδέλτια, αν και καταγράφονται ξεχωριστά ως πολιτική στάση, στην πράξη δεν θεωρούνται έγκυρα. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος ψηφίσει λευκό ως συνειδητή επιλογή, είναι σαν να έχει γράψει για παράδειγμα ΠΑΟΚ ή κάτι τέτοιο πάνω στο ψηφοδέλτιο πριν το ρίξει στην κάλπη. Με το νόμο  Παυλόπουλου (3434/2006) ορίστηκε ρητά πως τα λευκά δεν μετρούν ως έγκυρα.